- σοινίκι
- το «синики» (мера сыпучих тел = 800 гр.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σοινίκι — το, Ν μέτρο χωρητικότητας, ιδίως σιτηρών και οσπρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοινίκιον, υποκορ. τού χοῖνιξ «μέτρο χωρητικότητας σιτηρών»] … Dictionary of Greek
χοινίκι — το / χοινίκιον, ΝΑ [χοῑνιξ, χοίνικος] νεοελλ. το σοινίκι αρχ. 1. υποκορ. τού χοῑνιξ 2. όργανο βασανισμού, είδος ποδοκάκκης … Dictionary of Greek